παρατηρουμένη

παρατηρουμένη
παρατηρέω
watch closely
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
παρατηρέω
watch closely
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρατηρουμένῃ — παρατηρέω watch closely pres part mp fem dat sg (attic epic) παρατηρέω watch closely pres part mp fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • σπληνομεγαλία — η, Ν ιατρ. αύξηση τού όγκου τής σπλήνας παρατηρούμενη επί λοιμωδών νοσημάτων, παρασιτώσεων, συνδρόμων πυλαίας υπέρτασης, παθήσεων τού αίματος, θησαυρισμώσεων και σαρκοειδώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenomegalie (< σπλήνα +… …   Dictionary of Greek

  • στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • Τουβάλου — Συγκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο νότιο Ειρηνικό ωκεανό.Tα νησιά Tουβάλου (πρώην Έλις) περιλαμβάνουν τις ατόλλες (κοραλλιογενή νησιά) Nανουμέα, Nανουμάνγκα, Nιουτάο, Nούι, Bαϊτούπου, Nουκουφετάου, Φουναφούτι, Nουκουλαελάε και Nιουλακίτα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”